- υέτιος
- ία , ον уст.1) дождевой;
υέτιον ύδωρ — дождевая вода;
υέτιος άνεμος — ветер, приносящий дождь;
2) дождливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υέτιον ύδωρ — дождевая вода;
υέτιος άνεμος — ветер, приносящий дождь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑέτιος — rainy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υέτιος — α, ο / ὑέτιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [ὑετός] αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός αρχ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος ονομασία λίθου 3. φρ. «Ζεὺς… … Dictionary of Greek
ὑετίων — ὑέτιος rainy fem gen pl ὑέτιος rainy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑέτιον — ὑέτιος rainy masc acc sg ὑέτιος rainy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετιώτατοι — ὑέτιος rainy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετιώτερος — ὑέτιος rainy masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίαις — ὑέτιος rainy fem dat pl ὑ̱ετίαις , ὑετία rainy weather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίην — ὑέτιος rainy fem acc sg (epic ionic) ὑ̱ετίην , ὑετία rainy weather fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίοιο — ὑέτιος rainy masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίοις — ὑέτιος rainy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑετίου — ὑέτιος rainy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)